- κεραύλης
- κεραύλης, ὁ (Α)αυλητής που έπαιζε αυλό κατασκευασμένο από κέρατο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -αύλης (< αυλός), πρβλ. καλαμ-αύλης, χορ-αύλης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεραύλης — horn blower masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραῦλαι — κεραύλης horn blower masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραύλου — κεραύλης horn blower masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κεραταύλης — κεραταύλης, ὁ (Α) κεραύλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, ατος + αύλης (< αὐλός), πρβλ. καλαμ αύλης, σπονδ αύλης] … Dictionary of Greek
κεραυλία — κεραυλία, ἡ (Α) [κεραύλης] η αύληση με κεράτινο όργανο … Dictionary of Greek